δροσοσταλίδα

δροσοσταλίδα
και δροσοσταλιά, η
1. σταγόνα δροσιάς
2. ανακούφιση, παρηγοριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρώξ — ωκός, ἡ, Α 1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα 2. στον πληθ. αἱ πρῶκες οι σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *pr (πρβλ. πρόξ) τής ρίζας *perk «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. τής ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”